- ὀλιγώρει
- пренебрегай
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ὀλιγωρεῖ — ὀλιγωρέω esteem little pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὀλιγωρέω esteem little pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγώρει — ὀλιγωρέω esteem little pres imperat act 2nd sg (attic epic) ὀλιγωρέω esteem little imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПАЙДЕЙЯ — ПАЙДЕЙЯ (греч. παιδεία формирование ребенка, образование, воспитанность, культура) понятие античной философии, означающее универсальную образованность (ср. лат. humanitas вселенская образованность как существо человека). Возникло в греческой… … Философская энциклопедия
αμελητής — ἀμελητής, ο (Α) αυτός που αμελεί, που ολιγωρεί για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμελῶ. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀμελητικός] … Dictionary of Greek
ολιγογνώμων — ὀλιγογνώμων, ον (Α) 1. αυτός που δείχνει αδιαφορία, που ολιγωρεί, που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, ο αμελής 2. ανόητος, αφελής, μικρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. πολυ γνώμων] … Dictionary of Greek
ολιγωρώ — (Α ὀλιγωρῶ, έω) [ολίγωρος] 1. αμελώ, αδιαφορώ («υἱέ μου, μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου», ΚΔ) 2. παραμελώ μσν. λιποθυμώ («ἔφασκεν ὅτι φοβερὰν ὀπτασίαν ἀγγέλου θεωρῶ καὶ μὴ ὑποφέρων αὐτοῡ τὴν θεωρίαν ὀλιγωρῶ καὶ πίπτω», Θεοφάν.) αρχ. ανησυχώ, αδημονώ … Dictionary of Greek